διαστίλβει

διαστίλβει
διαστίλβω
gleam
pres ind mp 2nd sg
διαστίλβω
gleam
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαστίλβω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ 2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”